βολιδοσκοπώ — βολιδοσκοπώ, βολιδοσκόπησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βολιδοσκοπώ — ( έω) 1. εξετάζω με βολίδα τον βυθό της θάλασσας 2. προσπαθώ με τρόπο να εξιχνιάσω τις διαθέσεις ή σκέψεις κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολίς ( ίδα) + σκοπώ (< σκοπος < σκοπός). Η λ. βολιδοσκοπώ μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν… … Dictionary of Greek
αβολιδοσκόπητος — η, ο [βολιδοσκοπώ] 1. αυτός που δεν βυθομετρήθηκε με βολίδα, ο πολύ βαθύς 2. μτφ. αυτός που οι διαθέσεις και οι σκέψεις του δεν έχουν διερευνηθεί, εξακριβωθεί … Dictionary of Greek
ακροβολώ — (Α ἀκροβολῶ, έω) [ἀκροβόλος] νεοελλ. ρίχνω αραιούς και ακανόνιστους πυροβολισμούς πριν από την έναρξη τής μάχης, βολιδοσκοπώ 1. αρχ. ακοντίζω και γενικά ρίχνω από μακριά … Dictionary of Greek
βολιδοσκόπηση — η 1. η εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα 2. η προσπάθεια να διαγνώσει κανείς με τρόπο τις σκέψεις κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολιδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ., βολιδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ.… … Dictionary of Greek
ξεψαχνίζω — 1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και τό τρώω 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… … Dictionary of Greek
περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 … Dictionary of Greek
(ε)ξαγορεύω — (ε)ξαγόρεψα, (ε)ξαγορεύτηκα, μτβ. 1. (για ιερέα), εξομολογώ κάποιον. 2. το μέσ., (ε)ξαγορεύομαι εξομολογούμαι τα κρίματά μου στον ξαγορευτή (τον εξομολόγο, τον πνευματικό). ξαγορεύω ξαγόρεψα, ξαγορεύτηκα 1. μτβ., εξομολογώ κάποιον. 2. αμτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)